κρηπῑδοπώλης

κρηπῑδοπώλης
κρηπῑδο-πώλης, , der Schuhhändler

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρηπιδοπώλης — κρηπιδοπώλης, ὁ (AM) αυτός που πωλούσε κρηπίδες, δηλ. υποδήματα («ἥκειν τις Ἀθήνηθεν λέγεται κρηπιδοπώλης», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”